- γοργοδιαβαίνω
- περνώ γρήγορα: Τα χρόνια γοργοδιαβαίνουν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γοργοδιαβαίνω — περνώ γρήγορα από κάπου … Dictionary of Greek
γοργοπερνώ — ( άω) γοργοδιαβαίνω … Dictionary of Greek